-
1 равновесие
-я ουσ.1. ισορροπία•устойчивое равновесие σταθερή ισορροπία•
привести в равновесие ισορροπώ κάτι•
вывести из -я διαταράσσω (χαλνώ) την ισορροπία•
терять равновесие χάνω την ισορροπία.
2. μτφ. ηρεμία•душевное равновесие ψυχική ηρεμία.
-
2 равновесие
равновеси||ес прям., перен ἡ ἰσορροπία, ἡ ἰσορρόπηση [-ις]:выводить кого-л. из \равновесиея κάνω κάποιον νά χάσει τήν ἰσορροπία του· выходить из \равновесиея χάνω τήν ἰσορροπία· приводить в \равновесие ισορροπώ (μετ.). -
3 нарушать
1. (мешать нормальному действию, состоянию) διαταράσσωταράζωενοχλώ2. (прерывать) διακόπτω 3. (не соблюсти, переступать) παραβιάζω, καταπατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушать
-
4 терять
-яю, -яешьρ.δ.μ.1. χάνω•терять ключи χάνω τα κλειδιά•
терять паспорт χάνω την ταυτότητα.
|| ξεφεύγω, μπερδεύω•терять дорогу χάνω το δρόμο.
2. στερούμαι•терять зрение χάνω την όραση•
терять равновесие χάνω την ισορροπία•терять терпение χάνω την υπομονή.
|| (για θάνατο) χάνω•терять отца χάνω τον πατέρα.
3. ζημιώνω•вы на этом -ете пятьсот рублей εσείς εδώ χάνετε πεντακόσια ρούβλια.
4. σπαταλώ.εκφρ.терять голову – χάνω το κεφάλι (δεν ξέρω τιναπράξω)•нечего терять – δεν έχω να χάσω τίποτε.1. χάνομαι•часто вещи у меня -ются συχνά τα πράγματα μου χάνονται.
2. εξαφανίζομαι•терять в толпе χάνομαι στο πλήθος.
|| εξασθενίζω•память в старости -яется η μνήμη στα γεράματα χάνεται.
|| τα χάνω, παραφρονώ, σαστίζω, δεν ξέρω τι να κάνω. -
5 сохранить
-нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -неюρ.σ.μ.1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•
сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.
|| τηρώ•сохранить порядок τηρώ την τάξη.
|| κρατώ•сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•
сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.
|| προστατεύω•сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.
|| διατηρώ, κρατώ•сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.
2. προφυλάσσω•сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•
-одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.
|| σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).εκφρ.сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).